υπόδειγμα

υπόδειγμα
το / ὑπόδειγμα, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι]
μτφ. παράδειγμα για μίμηση (α. «υπόδειγμα εκπαιδευτικού» β. «πρὸς ὑπόδειγμα ἀρετῆς», επιγρ.
γ. «ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν ἑαυτόν», Πολ.)
νεοελλ.
1. δείγμα, πρότυπο για την τήρηση ορισμένου σχεδίου ή ορισμένης τάξης («καταστάσεις βάσει υποδείγματος Α, Β...»)
2. φρ. «βιομηχανικό υπόδειγμα»
τεχνολ. προϊόν κατασκευασμένο με τις απαιτούμενες προδιαγραφές, το οποίο χρησιμοποιείται ως πρότυπο για τη μαζική παραγωγή ενός προϊόντος, αλλ. πρότυπο ή μοντέλο
μσν.
1. προηγούμενο («ἄνευ τινὸς ὑποδείγματος παρὰ τοὺς κανόνας ἐπίσκοπον χειροτονῆσαι», Λέων Μαγ.)
2. ορισμένη περίοδος («καὶ μέτρον ἡλικίας ὑπέδειξε καὶ ἡμερῶν τοῡ κηρύγματος ὑπόδειγμα», Επιφάν.)
μσν.-αρχ.
1. τύπος, μήτρα, καλούπι («τὸ δὲ καθ' ὅ, τὸ ἐνθύμιον δηλοῡν ἢ τὸ ἐκκείμενον ὑπόδειγμα τῷ τεχνίτῃ», Βασ.)
2. αντίγραφο («ἐν ἀληθείᾳ σέβειν αὐτὸν καὶ μηκέτι τύποις μηδὲ σκιαῑς καὶ ὑποδείγμασιν», Ωριγ.)
3. παρομοίωση, εικόνα («ὅθεν αὐτὸν ἐν παραβολῇ ἐκομίσατο τοὐτέστιν ἐν ὑποδείγματι ἐν τῷ κριῷ φησί», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. παράγγελμα, εντολή («τοῡτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ' ἀπὸ τῆς θείας γραφῆς», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. περίπτωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόδειγμα — sign neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόδειγμα — το, ατος 1. τύπος, πρότυπο, κανόνας, μοντέλο (για την κατασκευή ομοιόμορφων πραγμάτων): Υπόδειγμα αίτησης. 2. (για πρόσωπα), υποδειγματικός άνθρωπος, τύπος και υπογραμμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόδειγμ' — ὑπόδειγμα , ὑπόδειγμα sign neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθιβόλιο — Υπόδειγμα εικόνας το οποίο χρησιμεύει για την αναδημιουργία της ή την αναπαράστασή της πάνω σε άλλο αντικείμενο (αγγείο, τοίχος κλπ.). Λέγεται και ανθίβολο. Το α. είναι γνωστό από την αρχαιότητα, χρησιμοποιήθηκε όμως περισσότερο στην αγιογραφία… …   Dictionary of Greek

  • ὑποδειγμάτων — ὑπόδειγμα sign neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδείγμασι — ὑπόδειγμα sign neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδείγμασιν — ὑπόδειγμα sign neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδείγματα — ὑπόδειγμα sign neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδείγματι — ὑπόδειγμα sign neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδείγματος — ὑπόδειγμα sign neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”